Ποιος είμαι; Ποια είμαι; Που πάω; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Τι νόημα έχει η ζωή μου; Τι νόημα έχει η ζωή γενικά; Είναι ερωτήματα που οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε εκφράσει πιθανόν σε κάποιες στιγμές της ζωής μας. Και αν δεν τα έχουμε βιώσει με αυτό τον τρόπο, τα βιώνουμε μέσα από την καθημερινότητα. Τα αισθήματα δυσφορίας, αγωνίας, θλίψης που πολλές φορές μας χτυπούν ανεξήγητα κι άλλες φορές από αιτίες όχι και τόσο σημαντικές, πηγάζουν ως επί το πλείστον από αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα που όλοι οι άνθρωποι έχουμε.
Άλλοι τα εκφράζουμε και προσπαθούμε να βρούμε λογικές, επιστημονικές, σαρκαστικές ή και γενικές απαντήσεις για να καθησυχάσουμε το άγχος, κι άλλοι τα απωθούμε και κάνουμε σαν να μην μας απασχολούν καθόλου. Είναι όμως ερωτήματα που κάθε τόσο έρχονται στην επιφάνεια καλυμμένα, όπως στις αναζητήσεις αιτιών για τις αποτυχίες μας. Στις αγωνίες και το στρες, στις νέες δοκιμασίες, αλλά κυρίως εκεί που εμφανίζονται απροκάλυπτα, αν και μπορεί να εκφραστούν ποικιλοτρόπως, είναι στις στιγμές που ερχόμαστε άμεσα σε επαφή με το θάνατο, τη θνησιμότητα μας, τη φθορά και το πεπερασμένο της ύπαρξης μας. Είναι αυτές οι στιγμές που δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η γνώση και η συνειδητότητα της ύπαρξης μας είναι σύμφυτη με την αγωνία και το άγχος. Πρέπει να δεχτούμε την αλήθεια για την ανθρώπινη φύση. Η ζωή των ανθρώπων έχει σαν αποτέλεσμα την αγωνία, το άγχος. Λέει ο Κίνγκεργκορ: «Είναι η αποδοχή της αλήθειας για την ανθρώπινη ζωή η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την αγωνία (ή τον τρόμο)», και συνεχίζει «έτσι η αγωνία, το άγχος δεν είναι ένα εμπόδιο στη ζωή, αλλά το στημόνι και το υφάδι της ζωντανής ύπαρξης.
Μέσω του άγχους αναγνωρίζουμε την ελευθερία μας (και το αντίθετο)». Η αγωνία, το άγχος είναι η σύγχυση που μας προκαλεί η συνειδητότητα της ελευθερίας μας, της δυνατότητας επιλογής μας. Μπορούμε για παράδειγμα να επιλέξουμε τον αρνητισμό, την ανηθικότητα, τον αθεϊσμό, ή να επιλέξουμε την ηθική, να κάνουμε μια στροφή προς την πίστη. Ο Νίτσε στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» χρησιμοποιεί τη μεταφορά του στυλ των ανθρώπων με την «καμήλα», το «λιοντάρι» και το «παιδί». Η πρόκληση για τον Νίτσε είναι να μπορούμε να αντέχουμε το βαρύ φορτίο της ζωής που ένας άνθρωπος πρέπει να σηκώσει, σαν την καμήλα. Συνεχίζοντας λέει ότι όταν ένας άνθρωπος καταφέρει να σηκώσει και να ξεπεράσει τα εμπόδια της ζωής και μπορεί να τα αντιμετωπίσει μόνος χωρίς στηρίγματα και δεκανίκια, τότε είναι απαραίτητο να αναπτύξει το πνεύμα του και να γίνει σαν λιοντάρι. Αυτό σημαίνει δηλαδή να γίνει ελεύθερος από κανόνες και στερεότυπα κι ανεξάρτητος από τα «πρέπει» να λειτουργεί με συνείδηση, όπου σε έναν τέτοιο άνθρωπο συνείδηση είναι η φωνή του Θεού μέσα του. Η θέληση του λιονταριού δημιουργεί μια νέα αρχή, και τότε γίνεται μια μεταστροφή, μια μετάλλαξη και για άλλη μια φορά ο άνθρωπος γίνεται ξανά παιδί. Γιατί μόνο το παιδί με την αθωότητα του και τη συγχωρητικότητα του μπορεί να κάνει μια νέα αρχή, να πει το ιερό «ναι». Όπως το λιοντάρι μπορεί να πει «όχι», έτσι το αθώο παιδί μπορεί να πει «ναι», να παραδοθεί, να αφεθεί στην πίστη, να δεχτεί τη ζωή με ενθουσιασμό και αισιοδοξία.
Αυτό λοιπόν μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε την αγωνία της ύπαρξης, τον τρόμο της ζωής και των δυσκολιών που αυτή μας φέρνει. Το βάρος της ύπαρξης μας είναι η ανάπτυξη της αυτονομίας μας σε επίπεδο σχέσεων και της ατομικότητας μας σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Αλλά και η απλή πίστη ενός μικρού παιδιού, το οποίο τα αφήνει όλα στη Θεία Πρόνοια. Ίσως θα ήταν πιο παραγωγικό να δούμε το άγχος με μια διαφορετική οπτική, με έναν τρόπο πιο δημιουργικό, κι όχι σαν ένα αίσθημα βαρύ, το οποίο δεν μπορούμε να διαχειριστούμε. Αν δούμε το άγχος σαν προτροπή και σαν την αλήθεια της υπαρξιακής μας ελευθερίας, τότε μπορεί να μας διδάξει να μάθουμε να δεχόμαστε, να αντέχουμε τα βάρη των προκλήσεων σαν την καμήλα, να λύνουμε τα προβλήματα και να υπερβαίνουμε τα εμπόδια με αυτοπεποίθηση και πνεύμα λιονταριού και τέλος να λέμε ναι σε κάθε νέα πρόκληση με πίστη και παράδοση όπως το παιδί, και να πούμε «Γενηθήτω το θέλημα Σου».